τροπώνω

τροπώνω
τροπῶ, -όω, ΝΑ [τροπός]
ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα
νεοελλ.
ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τροπώνω — τρόπωσα, τροπώθηκα, τροπωμένος 1. συνδέω το κουπί με το σκαρμό. 2. βάζω σκοινένιο σκουλαρίκι σε τροχίλο, σε μακαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπωτός — ή, ό, Ν [τροπώνω] ναυτ. (για τρόχιλο) αυτός που περιβάλλεται με τροπό, με σχοινένιο δακτύλιο …   Dictionary of Greek

  • τροπώ — (I) έω, Α (σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ τού τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε έω / ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)]. (II) όω, ΜΑ [τροπή] τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω. (III) όω, Α βλ. τροπώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”